βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek
κοκαρβοξυλάση — η (βιοχ.) συνένζυμο τών αποκαρβοξυλασών τών α κετονικών οξέων. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως και αντιδάνεια ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. cocarboxylase < co (< μσν. αγγλ. co < λατ. com ) + carboxylase < carboxyl (< carb… … Dictionary of Greek
κυστεΐνη — Θειούχο αμινοξύ, που περιέχει στο μόριό του μια ομάδα SH. Συμβολίζεται ως c ή cys. Ο χημικός της τύπος είναι C3H7NO2S και η χημική της ονομασία 2 αμινο 3 μερκαπτο προπιονικό οξύ. Η κ. είναι ασταθής ένωση και οξειδώνεται εύκολα σε κυστίνη… … Dictionary of Greek
μεταβολισμός — Το σύνολο των βιοχημικών διεργασιών που επιτελούνται από έναν οργανισμό. Διακρίνονται σε αντιδράσεις αφομοίωσης και σύνθεσης (αναβολισμός) και σε αντιδράσεις αποικοδόμησης (καταβολισμός) των οργανικών ουσιών. Ο αναβολισμός συνίσταται στην ένωση… … Dictionary of Greek
ολοένζυμο — το βιολ. πλήρες ένζυμο που αποτελείται από ένα πρωτεϊνικό τμήμα, το αποένζυμο, και από ένα μη πρωτεϊνικό τμήμα, το συνένζυμο … Dictionary of Greek
συζυμάση — η, Ν (βιοχ.) παλαιότερη ονομασία τού νικοτιναμιδο δινουκλεοτιδίου, αλλ. συνένζυμο Ι … Dictionary of Greek
συλλιπάση — η, Ν συνένζυμο τής λιπάσης στο παγκρεατικό υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. colipase < co , το οποίο αποδόθηκε στην ελλ. με το συν *, + lipase (πρβλ. λιπάση)] … Dictionary of Greek
τετραϋδροφολικός — ή, ό, Ν φρ. α) «τετραϋδροφολικό οξύ» (βιοχ.) η ενεργός μορφή τού φολικού οξέος που δρα ως συνένζυμο σε πολλές χημικές αντιδράσεις τού κυττάρου, οι οποίες περιλαμβάνουν τη μεταφορά ομάδων με ένα άτομο άνθρακα β) «τετραϋδροφολικά παράγωγα» (βιοχ.)… … Dictionary of Greek
υπεροξειδάση — η, Ν (βιοχ.) κάθε ένζυμο με τετραπυρρολικό συνένζυμο, το οποίο οξειδώνει ένα υπόστρωμα, λ.χ. φαινόλες ή αρωματικές αμίνες, με τη χρησιμοποίηση τού ενεργού ατομικού οξυγόνου τών υπεροξειδίων, ιδιαίτερα τού οξυγονούχου ύδατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο… … Dictionary of Greek
φλαβινο-αδενινο-δινουκλεοτίδιο — το, Ν (βιοχ.) σημαντικό συνένζυμο, παράγωγο τής ριβοφλαβίνης, ή βιταμίνης Β2, το οποίο δρα ως προσθετική ομάδα σε ορισμένα ένζυμα τής ομάδας τών αφυδρογονασών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. flavin adenine dinucleotide] … Dictionary of Greek