συνένζυμο

συνένζυμο
το, Ν
(βιοχ.) α) το διαλυτό, μη πρωτεϊνικό τμήμα ενός ενζύμου, το οποίο είναι απαραίτητο για την καταλυτική δραστηριότητα τών ενζύμων
β) φρ. «συνένζυμο Α» — ουσία πολύπλοκης σύστασης ενζυματικής φύσεως, που απαντά σε όλα σχεδόν τα ζωντανά κύτταρα, συνδέεται με διαφόρους μεταβολίτες, παίζει θεμελιώδη βιολογικό ρόλο και χρησιμοποιείται στη θεραπευτική ως ρυθμιστής τής αρτηριακής κυκλοφορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. coenzyme < co-, που στην Ελληνική αποδόθηκε με το συν- + enzyme (< ένζυμο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… …   Dictionary of Greek

  • κοκαρβοξυλάση — η (βιοχ.) συνένζυμο τών αποκαρβοξυλασών τών α κετονικών οξέων. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως και αντιδάνεια ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. cocarboxylase < co (< μσν. αγγλ. co < λατ. com ) + carboxylase < carboxyl (< carb… …   Dictionary of Greek

  • κυστεΐνη — Θειούχο αμινοξύ, που περιέχει στο μόριό του μια ομάδα SH. Συμβολίζεται ως c ή cys. Ο χημικός της τύπος είναι C3H7NO2S και η χημική της ονομασία 2 αμινο 3 μερκαπτο προπιονικό οξύ. Η κ. είναι ασταθής ένωση και οξειδώνεται εύκολα σε κυστίνη… …   Dictionary of Greek

  • μεταβολισμός — Το σύνολο των βιοχημικών διεργασιών που επιτελούνται από έναν οργανισμό. Διακρίνονται σε αντιδράσεις αφομοίωσης και σύνθεσης (αναβολισμός) και σε αντιδράσεις αποικοδόμησης (καταβολισμός) των οργανικών ουσιών. Ο αναβολισμός συνίσταται στην ένωση… …   Dictionary of Greek

  • ολοένζυμο — το βιολ. πλήρες ένζυμο που αποτελείται από ένα πρωτεϊνικό τμήμα, το αποένζυμο, και από ένα μη πρωτεϊνικό τμήμα, το συνένζυμο …   Dictionary of Greek

  • συζυμάση — η, Ν (βιοχ.) παλαιότερη ονομασία τού νικοτιναμιδο δινουκλεοτιδίου, αλλ. συνένζυμο Ι …   Dictionary of Greek

  • συλλιπάση — η, Ν συνένζυμο τής λιπάσης στο παγκρεατικό υγρό. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. γαλλ. colipase < co , το οποίο αποδόθηκε στην ελλ. με το συν *, + lipase (πρβλ. λιπάση)] …   Dictionary of Greek

  • τετραϋδροφολικός — ή, ό, Ν φρ. α) «τετραϋδροφολικό οξύ» (βιοχ.) η ενεργός μορφή τού φολικού οξέος που δρα ως συνένζυμο σε πολλές χημικές αντιδράσεις τού κυττάρου, οι οποίες περιλαμβάνουν τη μεταφορά ομάδων με ένα άτομο άνθρακα β) «τετραϋδροφολικά παράγωγα» (βιοχ.)… …   Dictionary of Greek

  • υπεροξειδάση — η, Ν (βιοχ.) κάθε ένζυμο με τετραπυρρολικό συνένζυμο, το οποίο οξειδώνει ένα υπόστρωμα, λ.χ. φαινόλες ή αρωματικές αμίνες, με τη χρησιμοποίηση τού ενεργού ατομικού οξυγόνου τών υπεροξειδίων, ιδιαίτερα τού οξυγονούχου ύδατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο… …   Dictionary of Greek

  • φλαβινο-αδενινο-δινουκλεοτίδιο — το, Ν (βιοχ.) σημαντικό συνένζυμο, παράγωγο τής ριβοφλαβίνης, ή βιταμίνης Β2, το οποίο δρα ως προσθετική ομάδα σε ορισμένα ένζυμα τής ομάδας τών αφυδρογονασών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. flavin adenine dinucleotide] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”